- καλοσυνηφέρνω
- ανακτώ τις αισθήσεις μου, συνέρχομαι εντελώς, σωματικά ή ψυχικά, ξαναβρίσκω την ψυχική μου γαλήνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλά) + συνηφέρνω (άλλος τ. τού συνεφέρνω) «συνέρχομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.